-ίστας

-ίστας
αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. -ista (< λατ. -ista < αρχ. ελλ. -ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε -ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα ονόματα σε -ίστας να καταβιβάζουν τον τόνο τους στη γενική πληθ. (πρβλ. τών μπασκετμπωλ-ιστών, τών πιαν-ιστών) και να δημιουργηθούν παρ. και από ελλ. θέματα, πρβλ. αρσι-βαρίστας (< άρση βαρών), τριπλουν-ίστας (< τριπλούν, ενν. άλμα). Δηλώνει επάγγελμα ή ενασχόληση, κυρίως αθλητική ή καλλιτεχνική (πρβλ. μακετ-ίστας, τρομπετ-ίστας), καθώς και χαρακτήρα ή ιδεολογία (πρβλ. αριβ-ίστας, φασ-ίστας). Μια τάση για την απόδοση τής κατάλ. -ista με την ελλ. -ιστής (πρβλ. φασιστής) δεν επέδωσε. Οι λ. τής Νέας Ελληνικής που εμφανίζουν την κατάλ. -ίστας είναι οι ακόλουθες: ακορντεονίστας, ακουαρελίστας, αριβίστας, αρτίστας, βιολοντσελίστας, κλαριν(ετ)ίστας, κορνετίστας, μακετίστας, μοναρχοφασίστας, μπασκετμπωλίστας, ομποΐστας, πιανίστας, σαξοφωνίστας, στυλίστας, τενίστας, τουρίστας, τριπλουνίστας, τρομπετίστας, τυπίστας, φασίστας, φλαουτίστας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἱστᾶς — ἱστᾶ̱ς , ἱστάω pres ind act 2nd sg (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστᾷς — ἱστάω pres subj act 2nd sg (ionic) ἱστάω pres ind act 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστάς — ἱστά̱ς , ἵστημι make to stand pres part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρικατουρίστας — ο γελοιογράφος, σχεδιαστής γελοιογραφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρικατούρα + κατάλ. ίστας (πρβλ. αρτ ίστας, μακετ ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • κοντραμπασίστας — ο μουσικός που παίζει κοντραμπάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντραμπάσο + κατάλ. ίστας (πρβλ. κλαρινετ ίστας, φλαουτ ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • ραλίστας — ο, θηλ. ραλίστρια, Ν (αθλ.) αυτοκινητιστής που μετέχει σε αγώνες ράλυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράλι / ράλλυ + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας, πιαν ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • μακετίστας — ο αυτός που σχεδιάζει και κατασκευάζει μακέτες, επαγγελματίας ικανός να εκτελέσει βάσει σχεδιαγράμματος και σε δοθείσα κλίμακα κάθε αναπαράσταση σε ξύλο, κηρό, πλαστική κ.ά. ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακέτα + κατάλ. ίστας (πρβλ. γραφ ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • μπασκετμπολίστας — ο, θηλ. τρια παίκτης τού μπάσκετμπολ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάσκετμπολ + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • ντραμίστας — ο ο ντράμερ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντραμς + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • σερφίστας — ο, θηλ. σερφίστρια, Ν (ξεν. λ.) αυτός που κάνει σέρφινγκ, αθλητής τού σέρφινγκ, κυματοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέρφινγκ* + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”